χιμετλοειδής

χιμετλοειδής
και χειμετλοειδής, -ές, ΝΑ
όμοιος με χίμετλο
νεοελλ.
φρ. «χιμετλοειδής λύκος»
ιατρ. δερματική βλάβη που εμφανίζεται στα αφτιά με τη μορφή πλακών ιώδους χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμετλο + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”